Οι περισσότεροι από εμάς υιοθετούμε μια στάση στα πράγματα, την οποία δεν θέλουμε να αμφισβητήσουμε.
Θεωρούμε ότι έχουμε δίκιο και δικαιολογούμε με κάθε τρόπο τις ενέργειες και τις σκέψεις μας. Λέμε στον εαυτό μας ότι είναι ο άλλος που πρέπει να αλλάξει ενώ εμείς είμαστε θύματα και αθώοι.
Έχουμε σκεφτεί όμως μήπως με τη στάση μας ενθαρρύνουμε τη συμπεριφορά που τελικά μας ενοχλεί;
Άραγε από που πηγάζει αυτή η συμπεριφορά;
Γνωρίζω ότι υπάρχει ένας μη συνειδητός προγραμματισμός που συνδέεται με τον άνθρωπο που συναναστρέφομαι;
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους άλλους, μπορούμε όμως να αλλάξουμε αυτό που είμαστε οι ίδιοι, να μάθουμε να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε καλύτερα τα συναισθήματα μας και τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε.
Μέσα από πολλές έρευνες ψυχολόγων εντοπίστηκαν 4 μορφές σχέσεων και όλες έχουν να κάνουν με την προσκόλληση στα άτομα που μας φρόντιζαν όταν είμασταν παιδιά. Ότι νιώσαμε στην παιδική μας ηλικία αποτυπώνεται με τη μορφή συναισθημάτων. Αυτά τα συναισθήματα συνήθως ασυνείδητα τα ζητάμε και στην ενήλικη ζωή ακόμα και αν είναι δυσάρεστα.
1. Η “ασφαλής” προσκόλληση, η οποία παρατηρείται στο 50% των ανθρώπων.
Ένας ασφαλής σύντροφος εκφράζει εύκολα τις ανάγκες του και ανταποκρίνεται καλά στις ανάγκες των άλλων. Η εμπιστοσύνη του στον εαυτό του και στους άλλους καλλιεργήθηκε όταν ήταν παιδί και αυτό γιατί η μητέρα ανταποκρινόταν στις ανάγκες του με “συνέπεια”,τον/ην βοήθησε να κατευνάζει και να ηρεμεί τα συναισθήματα του και τον ενθάρρυνε να εξερευνήσει το περιβάλλον του (αυτονομία) .
Ένας ασφαλής σύντροφος, αντιδρά με ευαισθησία στη θλίψη του άλλου αλλά και προσφέρει τη συμπαράσταση του.
Δεν παρεμβαίνει στις αποφάσεις του αλλά δίνει χώρο στον άλλο να αποφασίσει για τον εαυτό του και παρέχει ενθάρρυνση και επιβεβαίωση.
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν κάποιος δεν ένιωσε ασφάλεια στην πρώτη του οικογένεια με την έννοια ότι δεν κατανοούσαν τις ανάγκες του παιδιού αλλά επέβαλαν τις δικές τους ή δεν ήταν εκεί (απασχολημένοι) με αποτέλεσμα το παιδί να μαθαίνει ότι πρέπει να καλύψει μόνο του τις ανάγκες ή να μην ζητάει τίποτα.
Ο άνθρωπος είναι εξαρχής φτιαγμένος να δημιουργήσει δεσμούς αγάπης και ασφάλειας. Η εικόνα του, θα δημιουργηθεί μέσα από το άτομο που θα τον αγαπήσει, θα τον καταλάβει, σε ένα παιχνίδι αντικαθρεφτίσματος μέσα από το οποίο οικοδομεί τον εαυτό του.
Στην περίπτωση που δεν υπήρξε σωστή ανταπόκριση στις ανάγκες μου, είτε απωθώ τους άλλους όταν έρχονται πολύ κοντά ή αναζητώ την ασφάλεια μου στους άλλους επειδή η ηρεμία μέσα μου δεν εδραιώθηκε. Εδώ ακριβώς είναι που αρχίζει ο έλεγχος!
2. Η “αποφευκτική” προσκόλληση, εμφανίζεται στο 25% των ανθρώπων.
Είναι ο τύπος ανθρώπου, που είτε οι γονείς δεν ασχολήθηκαν με τις ανάγκες του επειδή δεν ήταν ουσιαστικά παρόντες (ελάχιστα διαθέσιμοι) είτε ασχολήθηκαν με τέτοιο τρόπο που τελικά να εξυπηρετούν τις δικές τους ανάγκες (υπερβολικό άγχος για το παιδί-προβολή αναγκών και προσδοκιών του γονέα).
Με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να έρθει σε επαφή με τις πραγματικές συναισθηματικές του ανάγκες.
Για να προστατευτεί, έχει ανεβάσει περισσότερο το όριο αντίληψης των συναισθημάτων του, έτσι επιβιώνει, ελαχιστοποιώντας όσα νιώθει, τείνοντας να εκλογικεύει τα πάντα. Αυτές οι άμυνες μπαίνουν από την παιδική ηλικία αλλά θα διατηρηθούν ασυνείδητα και στην ενήλικη ζωή!
Εξάλλου όταν κάποιος δεν μπορεί να συνδεθεί με τον εαυτό του, δεν μπορεί να συνδεθεί με τους άλλους.
Έχει αναπτύξει ένα είδος εσωτερικού τηλεκοντρόλ που το ενεργοποιεί για να κρατά τον άλλο σε απόσταση, σε μια θέση αποδεκτή για εκείνον.
Η εγγύτητα και η οικειότητα του προκαλούν άγχος, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζει την ανάγκη του για επαφή με τον άλλο.
Είναι πολύ ανεξάρτητος και δυσκολεύεται να δεσμευτεί. Συνήθως έχει αυστηρούς κανόνες για τον τρόπο που πρέπει να γίνονται τα πράγματα και θέλει να έχει τον έλεγχο.
Ειδικότερα ο αποφευκτικός τύπος:
α. “Αγνοεί” τον/την σύντροφο του
β. Εξαφανίζεται
γ. Κόβει τις γέφυρες επικοινωνίας
δ. Δεν είναι διαθέσιμος
ε. Γίνεται επικριτικός
3. Η “συμβιωτική” ή “αγχώδης” προσκόλληση αφορά το 20% των ανθρώπων.
Οι συμβιωτικοί τύποι είναι γενναιόδωροι, ευχάριστοι και πάντα έτοιμοι να βοηθήσουν. Συχνά στην παιδική τους ηλικία δεν υπήρξε ένα ικανοποιητικό, καθησυχαστικό πρόσωπο (ένας από τους δύο γονείς) στο οποίο να αναπτύξουν προσκόλληση, το αποτέλεσμα είναι να γεμίζουν αυτό το κενό με ναρκωτικά, φαγητό, αλκοόλ, σεξ ή οτιδήποτε για να μην νιώθουν αυτό τον πόνο.
Έχουν την ανάγκη να βρίσκονται κοντά στον άλλο και αναζητούν μεγάλο βαθμό οικειότητας. Φοβούνται μήπως τους εγκαταλείψουν ή και ζηλεύουν πολύ το σύντροφο τους. Πληγώνονται πολύ εύκολα, ταράζονται πολύ συχνά και έχουν ανάγκη να αντικαθιστούν τη σύγκρουση άμεσα.
Θυσιάζονται για τους άλλους και επιζητούν την αγάπη και την προσοχή, νοιάζονται για τους άλλους και είναι συχνά πολύ γενναιόδωροι.
4. Η “χαοτική” προσκόλληση εντοπίζεται στο 5% των ανθρώπων.
Για να κατανοήσουμε τη χαοτική λειτουργία στις σχέσεις πρέπει να φανταστούμε γονείς που είναι μεν παρόντες αλλά είναι απειλητικοί για το παιδί λόγω δυσκολίας διαχείρισης συναισθημάτων( κακοποίηση, αλκοολισμός, κατάθλιψη).
Το παιδί μέσα σε αυτή την ακραία αστάθεια αναγκάζεται να αναλάβει πολύ βαριές ευθύνες για το ίδιο, πλησιάζει το γονέα αλλά παίρνει από αυτόν μονάχα ψυχολογική, σωματική, συναισθηματική βία ή ακραία παραμέληση.
Οι χαοτικοί άνθρωποι λοιπόν βιώνουν μια εσωτερική ασυμφωνία!
Έχουν άγχος, θυμό, για εκείνους ο δεσμός είναι γεμάτος ασάφειες και επειδή νιώθουν εγκαταλελειμμένοι, φοβούνται την εγκατάλειψη, έχουν έντονα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, δεν αντέχουν την απογοήτευση και είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στην απόρριψη.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν λίγα ή και περισσότερα στοιχεία σε κάποιο στυλ προσκόλλησης. Αν συνειδητοποιήσουν το πως συμπεριφέρονται και τι είναι αυτό που τους δυσκολεύει μπορούν να το αλλάξουν είτε με επίγνωση είτε με τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Όσον αφορά των τρόπο που αλληλεπιδρούμε στις σχέσεις, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για να λειτουργήσει η σχέση αν φυσικά υπάρχει αμοιβαία θέληση, είναι να διαχειριζόμαστε τις συγκρούσεις. Επικοινωνώ τις ανάγκες μου σημαίνει να γνωστοποιώ στον άλλο πως να με παρηγορεί όταν νιώθω ταραγμένος/η ή έχω έντονα συναισθήματα. Αυτό συμβάλει στην κατανόηση και στο κτίσιμο εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Χωρίς αυτά καμία σχέση, ειδικά ερωτική δεν μπορεί να υπάρξει.